- ὑπόσοφος
- ὑπό-σοφος, etwas geschickt, ziemlich weise
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπόσοφος — ον, Α [σοφός] λίγο σοφός … Dictionary of Greek
ὑποσόφους — ὑπόσοφος sub scientific masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσοφοι — ὑπόσοφος sub scientific masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek